Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επίρρις — ἐπίρρις, ὁ, ἡ (γεν. ινος) (Α) επίρρινος, αυτός που έχει μεγάλη μύτη … Dictionary of Greek
επίρριν — ἐπίρριν, ὁ, ἡ μσν. τ. τού ἐπίρρις* … Dictionary of Greek